- μηδεκιάς
- και μηδεσκιάςεπίρρ. καθόλου («εσύ 'σαι πλιότερου καιρού παρ' άνθρωπο στην Κρήτηκαι μηδεσκιάς στο στόμα σου δεν έχεις τραπεζίτη», Πανώρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. κιάς (< καί + ἄς). Ο τ. μηδεσκιάς < μηδέ + σκιάς «τουλάχιστον»].
Dictionary of Greek. 2013.